Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commensàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) comméttere (ρ. μτβ.)
commensalìsmo (ουσ αρσ ) commettersi (ρ.μ. (αντων.))
commensuràbile (επίθ.) commettitùra (θηλ.ουσ)
commensurabilità (θηλ.ουσ) commiàto (ουσ αρσ )
commensuràre (ρ. μτβ.) commilitóne (ουσ αρσ )
commentàre (ρ. μτβ.) comminàre (ρ. μτβ.)
commentàrio (ουσ αρσ ) comminatòria (θηλ.ουσ)
commentatóre (ουσ αρσ ) comminatòrio (επίθ.)
comménto, commènto (ουσ αρσ ) comminazióne (θηλ.ουσ)
commerciàbile (επίθ.) comminùto (επίθ.)
commerciabilità (θηλ.ουσ) comminuzióne (θηλ.ουσ)
commerciàle (επίθ.) commiseràbile (επίθ.)
commercialìsta (ουσ αρσ και θηλ.) commiseràndo (επίθ.)
commercializzàbile (επίθ.) commiseràre (ρ. μτβ.)
commercializzàre (ρ. μτβ.) commiserazióne (θηλ.ουσ)
commercializzazióne (θηλ.ουσ) commiserévole (επίθ.)
commerciànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) commissariàto (ουσ αρσ )
commerciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) commissàrio (ουσ αρσ )
commèrcio (ουσ αρσ ) commissionàre (ρ. μτβ.)
comméssa (θηλ.ουσ) commissionàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
commésso (ουσ αρσ ) commissióne (θηλ.ουσ)
commessùra (θηλ.ουσ) commistióne (θηλ.ουσ)
commestìbile (ουσ αρσ ) commìsto (επίθ.)
commestìbile (επίθ.) commisuràre (ρ. μτβ.)
comméttere (ρ.αμτβ.) commisurazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: