Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commettitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kommettiˈtura]

1 συνταίριασμα
2 ένωση
3 σύνδεση
4 συνένωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commettersi commiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commestibile (ουσ αρσ )
commestibile (επίθ.)
commettere (ρ.αμτβ.)
commettere (ρ. μτβ.)
commettersi (ρ.μ. (αντων.))
commettitura (θηλ.ουσ)
commiato (ουσ αρσ )
commilitone (ουσ αρσ )
comminare (ρ. μτβ.)
comminatoria (θηλ.ουσ)
comminatorio (επίθ.)
comminazione (θηλ.ουσ)
comminuto (επίθ.)
comminuzione (θηλ.ουσ)
commiserabile (επίθ.)
commiserando (επίθ.)
commiserare (ρ. μτβ.)
commiserazione (θηλ.ουσ)
commiserevole (επίθ.)
commissariato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---