Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commilitóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kommiliˈtone]

1 συνάδελφος στρατιώτης
2 συμπολεμιστής
3 συναγωνιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commiato comminare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commettere (ρ.αμτβ.)
commettere (ρ. μτβ.)
commettersi (ρ.μ. (αντων.))
commettitura (θηλ.ουσ)
commiato (ουσ αρσ )
commilitone (ουσ αρσ )
comminare (ρ. μτβ.)
comminatoria (θηλ.ουσ)
comminatorio (επίθ.)
comminazione (θηλ.ουσ)
comminuto (επίθ.)
comminuzione (θηλ.ουσ)
commiserabile (επίθ.)
commiserando (επίθ.)
commiserare (ρ. μτβ.)
commiserazione (θηλ.ουσ)
commiserevole (επίθ.)
commissariato (ουσ αρσ )
commissario (ουσ αρσ )
commissionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---