Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcommiàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [komˈmjato] 1 απεσταλμένος 2 απόλυση 3 διώξιμο 4 εκδίωξη 5 άδεια 6 έγκριση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |