Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comméttere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [komˈmettere]

ταιριάζω κολλητά (για ρούχο)

comméttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈmettere]

1 διαπράττω ηθελημένα
2 κάνω
3 διαπράττω
4 συνταιριάζω
5 ενώνω
6 συνδέω
7 παραγγέλνω
8 εμπιστεύομαι
9 επιφορτίζομαι σε δράση

commettersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [komˈmettersi]

1 αφιερώνομαι
2 βασίζομαι
3 εμπιστεύομαι
4 στηρίζομαι σε αξιοπιστία κάποιου
5 αφοσιώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commestibile commettitura  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


commettere un omicidio = διαπράττω ανθρωποκτονία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commessa (θηλ.ουσ)
commesso (ουσ αρσ )
commessura (θηλ.ουσ)
commestibile (ουσ αρσ )
commestibile (επίθ.)
commettere (ρ.αμτβ.)
commettere (ρ. μτβ.)
commettersi (ρ.μ. (αντων.))
commettitura (θηλ.ουσ)
commiato (ουσ αρσ )
commilitone (ουσ αρσ )
comminare (ρ. μτβ.)
comminatoria (θηλ.ουσ)
comminatorio (επίθ.)
comminazione (θηλ.ουσ)
comminuto (επίθ.)
comminuzione (θηλ.ουσ)
commiserabile (επίθ.)
commiserando (επίθ.)
commiserare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---