Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comminazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komminatˈtsjone]

1 επιβολή ποινής
2 προειδοποίηση
3 απειλή
4 εκφοβισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comminatorio comminuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commiato (ουσ αρσ )
commilitone (ουσ αρσ )
comminare (ρ. μτβ.)
comminatoria (θηλ.ουσ)
comminatorio (επίθ.)
comminazione (θηλ.ουσ)
comminuto (επίθ.)
comminuzione (θηλ.ουσ)
commiserabile (επίθ.)
commiserando (επίθ.)
commiserare (ρ. μτβ.)
commiserazione (θηλ.ουσ)
commiserevole (επίθ.)
commissariato (ουσ αρσ )
commissario (ουσ αρσ )
commissionare (ρ. μτβ.)
commissionario (αρσ. επίθ και ουσ)
commissione (θηλ.ουσ)
commistione (θηλ.ουσ)
commisto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---