ItalianoGreco


commissariàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kommissaˈrjato]

το αστυνομικό τμήμα, ο αστυνομικός σταθμός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


commissariato [αρσ.] = ο αστυνομικός σταθμός, το αστυνομικό τμήμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---