Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commoriènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kommoˈrjɛntsa]

ταυτόχρονος θάνατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commodoro commosso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commisto (επίθ.)
commisurare (ρ. μτβ.)
commisurazione (θηλ.ουσ)
committente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commodoro (ουσ αρσ )
commorienza (θηλ.ουσ)
commosso (επίθ.)
commotivo (επίθ.)
commovente (επίθ.)
commozione (θηλ.ουσ)
commuovere (ρ. μτβ.)
commuoversi (ρ.μ. (αντων.))
commutabile (επίθ.)
commutabilità (θηλ.ουσ)
commutare (ρ. μτβ.)
commutatività (θηλ.ουσ)
commutativo (επίθ.)
commutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
commutatrice (θηλ.ουσ)
commutazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---