ItalianoGreco


commutazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kommutatˈtsjone]

1 ανταλλαγή
2 εναλλαγή
3 μετατροπή εναλλασσόμενου σε συνεχές
4 μείωση ποινής
5 μετατροπή
6 μεταλλαγή
7 μεταγωγή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---