Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commutatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kommutaˈtriʧe]

1 γεννήτρια συνεχούς ρεύματος
2 εναλλακτήρας ρεύματος
3 ανορθωτική διάταξη
4 ανορθωτής
5 περιστροφικός μεταγωγέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commutatore commutazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commutabilità (θηλ.ουσ)
commutare (ρ. μτβ.)
commutatività (θηλ.ουσ)
commutativo (επίθ.)
commutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
commutatrice (θηλ.ουσ)
commutazione (θηλ.ουσ)
comò (ουσ αρσ )
comoda (θηλ.ουσ)
comodamente (επίρ.)
comodante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
comodare (ρ.αμτβ.)
comodare (ρ. μτβ.)
comodatario (ουσ αρσ )
comodato (ουσ αρσ )
comodino (ουσ αρσ )
comodità (θηλ.ουσ)
comodo (ουσ αρσ )
comodo (επίθ.)
comodone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---