Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcommutatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kommutaˈtore] 1 εναλλακτήρας ρεύματος 2 διακόπτης 3 μεταλλακτήρας 4 μεταγωγέας 5 γεννήτρια συνεχούς ρεύματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |