Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commutàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kommuˈtabile]

ευμετάβλητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commuoversi commutabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commotivo (επίθ.)
commovente (επίθ.)
commozione (θηλ.ουσ)
commuovere (ρ. μτβ.)
commuoversi (ρ.μ. (αντων.))
commutabile (επίθ.)
commutabilità (θηλ.ουσ)
commutare (ρ. μτβ.)
commutatività (θηλ.ουσ)
commutativo (επίθ.)
commutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
commutatrice (θηλ.ουσ)
commutazione (θηλ.ουσ)
comò (ουσ αρσ )
comoda (θηλ.ουσ)
comodamente (επίρ.)
comodante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
comodare (ρ.αμτβ.)
comodare (ρ. μτβ.)
comodatario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---