Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commuòvere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈmwɔvere]

συγκινώ

commuoversi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [komˈmwɔversi]

συγκινούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commozione commutabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commorienza (θηλ.ουσ)
commosso (επίθ.)
commotivo (επίθ.)
commovente (επίθ.)
commozione (θηλ.ουσ)
commuovere (ρ. μτβ.)
commuoversi (ρ.μ. (αντων.))
commutabile (επίθ.)
commutabilità (θηλ.ουσ)
commutare (ρ. μτβ.)
commutatività (θηλ.ουσ)
commutativo (επίθ.)
commutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
commutatrice (θηλ.ουσ)
commutazione (θηλ.ουσ)
comò (ουσ αρσ )
comoda (θηλ.ουσ)
comodamente (επίρ.)
comodante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
comodare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---