commutàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [kommuˈtare]
1 κάνω εναλλασσόμενο ρεύμα συνεχές
2 μετατρέπω σε άλλη φόρμα
3 μειώνω την ποινή
4 αλλάζω ξαφνικά
5 αλλάζω θέση ή κατάσταση
6 μεταπηδώ
7 μεταβάλλω
8 αλλάζω
9 μετατρέπω
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [kommuˈtare]
1 κάνω εναλλασσόμενο ρεύμα συνεχές
2 μετατρέπω σε άλλη φόρμα
3 μειώνω την ποινή
4 αλλάζω ξαφνικά
5 αλλάζω θέση ή κατάσταση
6 μεταπηδώ
7 μεταβάλλω
8 αλλάζω
9 μετατρέπω
permalink
commutare (ρ. μτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android