Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commodòro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kommoˈdɔro]

1 επικεφαλής νηοπομπής
2 επικεφαλής ιστιοπλοὶκού ομίλου
3 διοικητής ναυτικής μοίρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  committente commorienza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commistione (θηλ.ουσ)
commisto (επίθ.)
commisurare (ρ. μτβ.)
commisurazione (θηλ.ουσ)
committente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commodoro (ουσ αρσ )
commorienza (θηλ.ουσ)
commosso (επίθ.)
commotivo (επίθ.)
commovente (επίθ.)
commozione (θηλ.ουσ)
commuovere (ρ. μτβ.)
commuoversi (ρ.μ. (αντων.))
commutabile (επίθ.)
commutabilità (θηλ.ουσ)
commutare (ρ. μτβ.)
commutatività (θηλ.ουσ)
commutativo (επίθ.)
commutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
commutatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---