Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcommodòro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kommoˈdɔro] 1 επικεφαλής νηοπομπής 2 επικεφαλής ιστιοπλοὶκού ομίλου 3 διοικητής ναυτικής μοίρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |