Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


committènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kommitˈtɛnte]

1 μουστερής
2 θαμώνας
3 παραγγελιοδότης
4 εντολέας
5 αποστολέας
6 πελάτης
7 αγοραστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commisurazione commodoro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commissione (θηλ.ουσ)
commistione (θηλ.ουσ)
commisto (επίθ.)
commisurare (ρ. μτβ.)
commisurazione (θηλ.ουσ)
committente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commodoro (ουσ αρσ )
commorienza (θηλ.ουσ)
commosso (επίθ.)
commotivo (επίθ.)
commovente (επίθ.)
commozione (θηλ.ουσ)
commuovere (ρ. μτβ.)
commuoversi (ρ.μ. (αντων.))
commutabile (επίθ.)
commutabilità (θηλ.ουσ)
commutare (ρ. μτβ.)
commutatività (θηλ.ουσ)
commutativo (επίθ.)
commutatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---