Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kommisˈsjone]

1 (incarico) παραγγελία, εντολή
2 (organo collegiale) η επιτροπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commissionario commistione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


le commissioni [θηλ. πλυθ.] (la spesa) = τα ψώνια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commiserevole (επίθ.)
commissariato (ουσ αρσ )
commissario (ουσ αρσ )
commissionare (ρ. μτβ.)
commissionario (αρσ. επίθ και ουσ)
commissione (θηλ.ουσ)
commistione (θηλ.ουσ)
commisto (επίθ.)
commisurare (ρ. μτβ.)
commisurazione (θηλ.ουσ)
committente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commodoro (ουσ αρσ )
commorienza (θηλ.ουσ)
commosso (επίθ.)
commotivo (επίθ.)
commovente (επίθ.)
commozione (θηλ.ουσ)
commuovere (ρ. μτβ.)
commuoversi (ρ.μ. (αντων.))
commutabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---