Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcommissióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kommisˈsjone] 1 (incarico) παραγγελία, εντολή 2 (organo collegiale) η επιτροπή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαle commissioni [θηλ. πλυθ.] (la spesa) = τα ψώνια Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |