Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commiserévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kommizeˈrevole]

1 καημένος
2 θλιβερός
3 ελεεινός
4 καψερός
5 οικτρός
6 φουκαριάρικος
7 δυστυχής
8 αξιολύπητος
9 αξιοδάκρυτος
10 αξιοθρήνητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commiserazione commissariato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comminuzione (θηλ.ουσ)
commiserabile (επίθ.)
commiserando (επίθ.)
commiserare (ρ. μτβ.)
commiserazione (θηλ.ουσ)
commiserevole (επίθ.)
commissariato (ουσ αρσ )
commissario (ουσ αρσ )
commissionare (ρ. μτβ.)
commissionario (αρσ. επίθ και ουσ)
commissione (θηλ.ουσ)
commistione (θηλ.ουσ)
commisto (επίθ.)
commisurare (ρ. μτβ.)
commisurazione (θηλ.ουσ)
committente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commodoro (ουσ αρσ )
commorienza (θηλ.ουσ)
commosso (επίθ.)
commotivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---