Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcommistióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kommisˈtjone] 1 κράμα 2 μείγμα 3 αμάλγαμα 4 μίξη 5 ανάμιξη 6 ανακάτεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |