Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comméssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komˈmessa]

1 κοπέλα υπάλληλος μαγαζιού
2 πωλήτρια
3 παραγγελία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commercio commesso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commercializzare (ρ. μτβ.)
commercializzazione (θηλ.ουσ)
commerciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commerciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
commercio (ουσ αρσ )
commessa (θηλ.ουσ)
commesso (ουσ αρσ )
commessura (θηλ.ουσ)
commestibile (ουσ αρσ )
commestibile (επίθ.)
commettere (ρ.αμτβ.)
commettere (ρ. μτβ.)
commettersi (ρ.μ. (αντων.))
commettitura (θηλ.ουσ)
commiato (ουσ αρσ )
commilitone (ουσ αρσ )
comminare (ρ. μτβ.)
comminatoria (θηλ.ουσ)
comminatorio (επίθ.)
comminazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---