Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commercializzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kommerʧalidˈdzare]

1 διοικώ με βάση το κέρδος
2 εκμεταλλεύομαι εμπορικά
3 προστυχεύω
4 εμπορευματοποιώ ρίχνω ποιότητα για κέρδος
5 αναπτύσσω το εμπόριο
6 εμπορεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commercializzabile commercializzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commerciabile (επίθ.)
commerciabilità (θηλ.ουσ)
commerciale (επίθ.)
commercialista (ουσ αρσ και θηλ.)
commercializzabile (επίθ.)
commercializzare (ρ. μτβ.)
commercializzazione (θηλ.ουσ)
commerciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commerciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
commercio (ουσ αρσ )
commessa (θηλ.ουσ)
commesso (ουσ αρσ )
commessura (θηλ.ουσ)
commestibile (ουσ αρσ )
commestibile (επίθ.)
commettere (ρ.αμτβ.)
commettere (ρ. μτβ.)
commettersi (ρ.μ. (αντων.))
commettitura (θηλ.ουσ)
commiato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---