Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commercializzàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kommerʧalidˈdzabile]

εμπορεύσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commercialista commercializzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commento (ουσ αρσ )
commerciabile (επίθ.)
commerciabilità (θηλ.ουσ)
commerciale (επίθ.)
commercialista (ουσ αρσ και θηλ.)
commercializzabile (επίθ.)
commercializzare (ρ. μτβ.)
commercializzazione (θηλ.ουσ)
commerciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commerciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
commercio (ουσ αρσ )
commessa (θηλ.ουσ)
commesso (ουσ αρσ )
commessura (θηλ.ουσ)
commestibile (ουσ αρσ )
commestibile (επίθ.)
commettere (ρ.αμτβ.)
commettere (ρ. μτβ.)
commettersi (ρ.μ. (αντων.))
commettitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---