ItalianoGreco


commercialìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kommerʧaˈlista]

1 ειδικός στο εμπορικό δίκαιο
2 πτυχιούχος στα οικονομικά και τα του εμπορίου
3 σύμβουλος επιχειρήσεων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---