Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commentatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kommentaˈtore]

1 υπομνηματιστής
2 πρόσωπο που επεξηγεί με σχόλια
3 εκφωνητής
4 σπίκερ
5 παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων
6 σχολιαστής
7 ερμηνευτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commentario commento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commensurabile (επίθ.)
commensurabilità (θηλ.ουσ)
commensurare (ρ. μτβ.)
commentare (ρ. μτβ.)
commentario (ουσ αρσ )
commentatore (ουσ αρσ )
commento (ουσ αρσ )
commerciabile (επίθ.)
commerciabilità (θηλ.ουσ)
commerciale (επίθ.)
commercialista (ουσ αρσ και θηλ.)
commercializzabile (επίθ.)
commercializzare (ρ. μτβ.)
commercializzazione (θηλ.ουσ)
commerciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commerciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
commercio (ουσ αρσ )
commessa (θηλ.ουσ)
commesso (ουσ αρσ )
commessura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---