Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commensuràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kommensuˈrabile]

1 σύμμετρος
2 έχων κοινό μέτρο μέτρησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commensalismo commensurabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commendatizio (επίθ.)
commendatore (ουσ αρσ )
commendevole (επίθ.)
commensale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commensalismo (ουσ αρσ )
commensurabile (επίθ.)
commensurabilità (θηλ.ουσ)
commensurare (ρ. μτβ.)
commentare (ρ. μτβ.)
commentario (ουσ αρσ )
commentatore (ουσ αρσ )
commento (ουσ αρσ )
commerciabile (επίθ.)
commerciabilità (θηλ.ουσ)
commerciale (επίθ.)
commercialista (ουσ αρσ και θηλ.)
commercializzabile (επίθ.)
commercializzare (ρ. μτβ.)
commercializzazione (θηλ.ουσ)
commerciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---