Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commensalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kommensaˈlizmo]

Παρασιτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commensale commensurabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commendatario (αρσ. επίθ και ουσ)
commendatizio (επίθ.)
commendatore (ουσ αρσ )
commendevole (επίθ.)
commensale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commensalismo (ουσ αρσ )
commensurabile (επίθ.)
commensurabilità (θηλ.ουσ)
commensurare (ρ. μτβ.)
commentare (ρ. μτβ.)
commentario (ουσ αρσ )
commentatore (ουσ αρσ )
commento (ουσ αρσ )
commerciabile (επίθ.)
commerciabilità (θηλ.ουσ)
commerciale (επίθ.)
commercialista (ουσ αρσ και θηλ.)
commercializzabile (επίθ.)
commercializzare (ρ. μτβ.)
commercializzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---