Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commentàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kommenˈtarjo]

1 σχόλιο
2 ερμηνευτικό σχόλιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commentare commentatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commensalismo (ουσ αρσ )
commensurabile (επίθ.)
commensurabilità (θηλ.ουσ)
commensurare (ρ. μτβ.)
commentare (ρ. μτβ.)
commentario (ουσ αρσ )
commentatore (ουσ αρσ )
commento (ουσ αρσ )
commerciabile (επίθ.)
commerciabilità (θηλ.ουσ)
commerciale (επίθ.)
commercialista (ουσ αρσ και θηλ.)
commercializzabile (επίθ.)
commercializzare (ρ. μτβ.)
commercializzazione (θηλ.ουσ)
commerciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commerciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
commercio (ουσ αρσ )
commessa (θηλ.ουσ)
commesso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---