Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commésso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈmesso]

ο εμπορικός υπάλληλος, ο πωλητής, η πωλήτρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commessa commessura  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


commesso [αρσ.] viaggiatore = ο πλασιέ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commercializzazione (θηλ.ουσ)
commerciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commerciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
commercio (ουσ αρσ )
commessa (θηλ.ουσ)
commesso (ουσ αρσ )
commessura (θηλ.ουσ)
commestibile (ουσ αρσ )
commestibile (επίθ.)
commettere (ρ.αμτβ.)
commettere (ρ. μτβ.)
commettersi (ρ.μ. (αντων.))
commettitura (θηλ.ουσ)
commiato (ουσ αρσ )
commilitone (ουσ αρσ )
comminare (ρ. μτβ.)
comminatoria (θηλ.ουσ)
comminatorio (επίθ.)
comminazione (θηλ.ουσ)
comminuto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---