Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commendévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kommenˈdevole]

1 αξιοσύστατος
2 αξιέπαινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commendatore commensale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

commendabile (επίθ.)
commendare (ρ. μτβ.)
commendatario (αρσ. επίθ και ουσ)
commendatizio (επίθ.)
commendatore (ουσ αρσ )
commendevole (επίθ.)
commensale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commensalismo (ουσ αρσ )
commensurabile (επίθ.)
commensurabilità (θηλ.ουσ)
commensurare (ρ. μτβ.)
commentare (ρ. μτβ.)
commentario (ουσ αρσ )
commentatore (ουσ αρσ )
commento (ουσ αρσ )
commerciabile (επίθ.)
commerciabilità (θηλ.ουσ)
commerciale (επίθ.)
commercialista (ουσ αρσ και θηλ.)
commercializzabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---