Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amoèrro (ουσ αρσ ) ampiézza (θηλ.ουσ)
amòmo (ουσ αρσ ) àmpio (αρσ. επίθ και ουσ)
amoràle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) amplèsso (ουσ αρσ )
amoralìsmo (ουσ αρσ ) ampliaménto, ampliaménto (ουσ αρσ )
amoralità (θηλ.ουσ) ampliàre, ampliàre (ρ. μτβ.)
amoràzzo (ουσ αρσ ) ampliàrsi, ampliàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
amóre (ουσ αρσ ) amplificàre (ρ. μτβ.)
amoreggiaménto (ουσ αρσ ) amplificatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
amoreggiàre (ρ.αμτβ.) amplificazióne (θηλ.ουσ)
amorétto (ουσ αρσ ) ampólla (θηλ.ουσ)
amorévole (επίθ.) ampollièra (θηλ.ουσ)
amorevolézza (θηλ.ουσ) ampollìna (θηλ.ουσ)
amòrfo (αρσ. επίθ και ουσ) ampollosità (θηλ.ουσ)
amorìno (ουσ αρσ ) ampollóso (επίθ.)
amorósa (θηλ.ουσ) amputàre (ρ. μτβ.)
amoróso (ουσ αρσ ) amputazióne (θηλ.ουσ)
amoróso (επίθ.) amulèto, amuléto (ουσ αρσ )
amoscìno (ουσ αρσ ) anabàtico (επίθ.)
amovìbile (επίθ.) anabattìsmo (ουσ αρσ )
amovibilità (θηλ.ουσ) anabattìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
amperàggio (ουσ αρσ ) anabbagliànte (ουσ αρσ )
ampere (ουσ αρσ ) anabbagliànte (επίθ.)
amperòmetro (ουσ αρσ ) anabbagliànti (ουσ αρσ πληθ.)
amperóra (ουσ αρσ ) anabiòsi (θηλ.ουσ)
amperspìra (θηλ.ουσ) anabòlico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: