Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ampollièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ampolˈljɛra]

στήριγμα για μπουκαλάκι λαδιού ή ξιδιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ampolla ampollina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ampliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amplificare (ρ. μτβ.)
amplificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
amplificazione (θηλ.ουσ)
ampolla (θηλ.ουσ)
ampolliera (θηλ.ουσ)
ampollina (θηλ.ουσ)
ampollosità (θηλ.ουσ)
ampolloso (επίθ.)
amputare (ρ. μτβ.)
amputazione (θηλ.ουσ)
amuleto (ουσ αρσ )
anabatico (επίθ.)
anabattismo (ουσ αρσ )
anabattista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
anabbagliante (ουσ αρσ )
anabbagliante (επίθ.)
anabbaglianti (ουσ αρσ πληθ.)
anabiosi (θηλ.ουσ)
anabolico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---