Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόampollièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ampolˈljɛra] στήριγμα για μπουκαλάκι λαδιού ή ξιδιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |