Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ampollosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ampollosiˈta]

1 μεγαλοστομία
2 στόμφος
3 μεγαλορρημοσύνη
4 καυχησιολογία
5 βερμπαλισμός
6 ξιπασιά
7 κομπασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ampollina ampolloso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amplificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
amplificazione (θηλ.ουσ)
ampolla (θηλ.ουσ)
ampolliera (θηλ.ουσ)
ampollina (θηλ.ουσ)
ampollosità (θηλ.ουσ)
ampolloso (επίθ.)
amputare (ρ. μτβ.)
amputazione (θηλ.ουσ)
amuleto (ουσ αρσ )
anabatico (επίθ.)
anabattismo (ουσ αρσ )
anabattista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
anabbagliante (ουσ αρσ )
anabbagliante (επίθ.)
anabbaglianti (ουσ αρσ πληθ.)
anabiosi (θηλ.ουσ)
anabolico (επίθ.)
anabolismo (ουσ αρσ )
anacardio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---