ItalianoGreco


ampollosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ampollosiˈta]

1 μεγαλοστομία
2 στόμφος
3 μεγαλορρημοσύνη
4 καυχησιολογία
5 βερμπαλισμός
6 ξιπασιά
7 κομπασμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---