Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anacàrdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anaˈkardjo]

1 ακαζού (ανακάρδιον το δυτικόν)
2 φυτό anacardium occidentale


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anabolismo anacoluto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anabbagliante (επίθ.)
anabbaglianti (ουσ αρσ πληθ.)
anabiosi (θηλ.ουσ)
anabolico (επίθ.)
anabolismo (ουσ αρσ )
anacardio (ουσ αρσ )
anacoluto (ουσ αρσ )
anaconda (ουσ αρσ )
anacoreta (ουσ αρσ )
anacoretico (επίθ.)
anacreontico (αρσ. επίθ και ουσ)
anacronismo (ουσ αρσ )
anacronistico (επίθ.)
anacrusi (θηλ.ουσ)
anaerobico (επίθ.)
anaerobio (αρσ. επίθ και ουσ)
anaerobiosi (θηλ.ουσ)
anafase (θηλ.ουσ)
anafilassi (θηλ.ουσ)
anafilattico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---