Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanacàrdio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [anaˈkardjo] 1 ακαζού (ανακάρδιον το δυτικόν) 2 φυτό anacardium occidentale permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |