Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanabbagliànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [anabbaʎˈʎante] μεσαία φώτα πορείας αυτοκινήτου anabbagliànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [anabbaʎˈʎante] 1 αμυδρός 2 χαμηλωμένος 3 χαμηλής έντασης (φωτισμού) 4 αντιθαμβωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |