Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόamputazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [amputatˈtsjone] 1 κολόβωμα 2 κουτσούρεμα 3 ακρωτηριασμός 4 κόψιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |