Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanacorèta
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [anakoˈrɛta] 1 ερημίτης 2 αναχωρητής 3 μοναστής 4 ασκητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |