Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amulèto, amuléto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [amuˈlɛto], [amuˈleto]

φυλαχτό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amputazione anabatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ampollina (θηλ.ουσ)
ampollosità (θηλ.ουσ)
ampolloso (επίθ.)
amputare (ρ. μτβ.)
amputazione (θηλ.ουσ)
amuleto (ουσ αρσ )
anabatico (επίθ.)
anabattismo (ουσ αρσ )
anabattista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
anabbagliante (ουσ αρσ )
anabbagliante (επίθ.)
anabbaglianti (ουσ αρσ πληθ.)
anabiosi (θηλ.ουσ)
anabolico (επίθ.)
anabolismo (ουσ αρσ )
anacardio (ουσ αρσ )
anacoluto (ουσ αρσ )
anaconda (ουσ αρσ )
anacoreta (ουσ αρσ )
anacoretico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---