Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόampollóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ampolˈloso], [ampolˈlozo] 1 αλαζονικός 2 κομπαστικός 3 στομφώδης 4 πομπώδης 5 υπεροπτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |