Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ampólla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [amˈpolla]

1 δοχείο ρωμαὶκό γυάλινο
2 δοχείο προετοιμασίας κοινωνίας
3 φιάλη
4 λάμπα ηλεκτρική
5 μπουκαλάκι λαδιού ή ξιδιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amplificazione ampolliera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ampliare (ρ. μτβ.)
ampliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amplificare (ρ. μτβ.)
amplificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
amplificazione (θηλ.ουσ)
ampolla (θηλ.ουσ)
ampolliera (θηλ.ουσ)
ampollina (θηλ.ουσ)
ampollosità (θηλ.ουσ)
ampolloso (επίθ.)
amputare (ρ. μτβ.)
amputazione (θηλ.ουσ)
amuleto (ουσ αρσ )
anabatico (επίθ.)
anabattismo (ουσ αρσ )
anabattista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
anabbagliante (ουσ αρσ )
anabbagliante (επίθ.)
anabbaglianti (ουσ αρσ πληθ.)
anabiosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---