Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ampliàre, ampliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ampliˈare], [amˈpljare]

1 διευρύνω
2 ευρύνω
3 μεγεθύνω
4 αυξάνω
5 διαπλατύνω
6 επεκτείνω
7 πλαταίνω
8 ενισχύω

ampliàrsi, ampliàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ampliˈarsi], [amˈpljarsi]

1 ενισχύομαι
2 διευρύνομαι
3 διαπλατύνομαι
4 πλαταίνω
5 μεγεθύνομαι
6 επεκτείνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ampliamento amplificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amperspira (θηλ.ουσ)
ampiezza (θηλ.ουσ)
ampio (αρσ. επίθ και ουσ)
amplesso (ουσ αρσ )
ampliamento (ουσ αρσ )
ampliare (ρ. μτβ.)
ampliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amplificare (ρ. μτβ.)
amplificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
amplificazione (θηλ.ουσ)
ampolla (θηλ.ουσ)
ampolliera (θηλ.ουσ)
ampollina (θηλ.ουσ)
ampollosità (θηλ.ουσ)
ampolloso (επίθ.)
amputare (ρ. μτβ.)
amputazione (θηλ.ουσ)
amuleto (ουσ αρσ )
anabatico (επίθ.)
anabattismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---