Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόampliaménto, ampliaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ampliaˈmento], [ampljaˈmento] 1 πλάτεμα 2 κλιμάκωση 3 ενίσχυση 4 διεύρυνση 5 διαπλάτυνση 6 επέκταση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |