Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amperspìra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ampersˈpira]

αμπεροστροφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amperora ampiezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amovibilità (θηλ.ουσ)
amperaggio (ουσ αρσ )
ampere (ουσ αρσ )
amperometro (ουσ αρσ )
amperora (ουσ αρσ )
amperspira (θηλ.ουσ)
ampiezza (θηλ.ουσ)
ampio (αρσ. επίθ και ουσ)
amplesso (ουσ αρσ )
ampliamento (ουσ αρσ )
ampliare (ρ. μτβ.)
ampliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amplificare (ρ. μτβ.)
amplificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
amplificazione (θηλ.ουσ)
ampolla (θηλ.ουσ)
ampolliera (θηλ.ουσ)
ampollina (θηλ.ουσ)
ampollosità (θηλ.ουσ)
ampolloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---