Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amplèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [amˈplɛsso]

1 εναγκαλισμός
2 αγκάλιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ampio ampliamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amperometro (ουσ αρσ )
amperora (ουσ αρσ )
amperspira (θηλ.ουσ)
ampiezza (θηλ.ουσ)
ampio (αρσ. επίθ και ουσ)
amplesso (ουσ αρσ )
ampliamento (ουσ αρσ )
ampliare (ρ. μτβ.)
ampliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amplificare (ρ. μτβ.)
amplificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
amplificazione (θηλ.ουσ)
ampolla (θηλ.ουσ)
ampolliera (θηλ.ουσ)
ampollina (θηλ.ουσ)
ampollosità (θηλ.ουσ)
ampolloso (επίθ.)
amputare (ρ. μτβ.)
amputazione (θηλ.ουσ)
amuleto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---