Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amplificatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [amplifikaˈtore]

ο ενισχυτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amplificare amplificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amplesso (ουσ αρσ )
ampliamento (ουσ αρσ )
ampliare (ρ. μτβ.)
ampliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amplificare (ρ. μτβ.)
amplificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
amplificazione (θηλ.ουσ)
ampolla (θηλ.ουσ)
ampolliera (θηλ.ουσ)
ampollina (θηλ.ουσ)
ampollosità (θηλ.ουσ)
ampolloso (επίθ.)
amputare (ρ. μτβ.)
amputazione (θηλ.ουσ)
amuleto (ουσ αρσ )
anabatico (επίθ.)
anabattismo (ουσ αρσ )
anabattista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
anabbagliante (ουσ αρσ )
anabbagliante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---