Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ampiézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [amˈpjettsa]

1 εύρος
2 απλωσιά
3 ευρυχωρία
4 άπλα
5 απλοχωριά
6 ευρυχωρία
7 πλάτος
8 ευρύτητα
9 ευρύτητα πνεύματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amperspira ampio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amperaggio (ουσ αρσ )
ampere (ουσ αρσ )
amperometro (ουσ αρσ )
amperora (ουσ αρσ )
amperspira (θηλ.ουσ)
ampiezza (θηλ.ουσ)
ampio (αρσ. επίθ και ουσ)
amplesso (ουσ αρσ )
ampliamento (ουσ αρσ )
ampliare (ρ. μτβ.)
ampliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amplificare (ρ. μτβ.)
amplificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
amplificazione (θηλ.ουσ)
ampolla (θηλ.ουσ)
ampolliera (θηλ.ουσ)
ampollina (θηλ.ουσ)
ampollosità (θηλ.ουσ)
ampolloso (επίθ.)
amputare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---