ampiézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [amˈpjettsa]
1 εύρος
2 απλωσιά
3 ευρυχωρία
4 άπλα
5 απλοχωριά
6 ευρυχωρία
7 πλάτος
8 ευρύτητα
9 ευρύτητα πνεύματος
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [amˈpjettsa]
1 εύρος
2 απλωσιά
3 ευρυχωρία
4 άπλα
5 απλοχωριά
6 ευρυχωρία
7 πλάτος
8 ευρύτητα
9 ευρύτητα πνεύματος
permalink
ampiezza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android