Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amoràzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [amoˈrattso]

1 γυναικοδουλειά
2 ερωτοδουλειά
3 ερωτική σχέση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amoralità amore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amoerro (ουσ αρσ )
amomo (ουσ αρσ )
amorale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
amoralismo (ουσ αρσ )
amoralità (θηλ.ουσ)
amorazzo (ουσ αρσ )
amore (ουσ αρσ )
amoreggiamento (ουσ αρσ )
amoreggiare (ρ.αμτβ.)
amoretto (ουσ αρσ )
amorevole (επίθ.)
amorevolezza (θηλ.ουσ)
amorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
amorino (ουσ αρσ )
amorosa (θηλ.ουσ)
amoroso (ουσ αρσ )
amoroso (επίθ.)
amoscino (ουσ αρσ )
amovibile (επίθ.)
amovibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---