Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόamorìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [amoˈrino] 1 κοινωνικός 2 ομιλητικός 3 ευγενικός 4 μικρός ρωμαίος θεός του έρωτα 5 αγαπούλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |