Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amoreggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [amoredˈʤare]

1 γαμπρίζω
2 γλυκοβλέπω
3 καμακώνω
4 φλερτάρω
5 ερωτοτροπώ
6 χαριεντίζομαι
7 κορτάρω
8 μπερμπαντεύω
9 σιροπιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amoreggiamento amoretto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amoralismo (ουσ αρσ )
amoralità (θηλ.ουσ)
amorazzo (ουσ αρσ )
amore (ουσ αρσ )
amoreggiamento (ουσ αρσ )
amoreggiare (ρ.αμτβ.)
amoretto (ουσ αρσ )
amorevole (επίθ.)
amorevolezza (θηλ.ουσ)
amorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
amorino (ουσ αρσ )
amorosa (θηλ.ουσ)
amoroso (ουσ αρσ )
amoroso (επίθ.)
amoscino (ουσ αρσ )
amovibile (επίθ.)
amovibilità (θηλ.ουσ)
amperaggio (ουσ αρσ )
ampere (ουσ αρσ )
amperometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---