Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόamoróso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [amoˈroso], [amoˈrozo] 1 αγαπητικός 2 εραστής 3 ερωτύλος 4 γκόμενος amoróso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [amoˈroso], [amoˈrozo] 1 ερωτομανής 2 ερωτιάρης 3 αγαπημένος 4 αφοσιωμένος 5 ερωτόληπτος 6 σεβνταλής 7 ερωτικός 8 ερωτόπληκτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |