Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amòrfo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈmɔrfo]

1 ασχημάτιστος
2 αμορφοποίητος
3 άμορφος
4 άπλαστος
5 μουντός
6 χωρίς χρώμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amorevolezza amorino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amoreggiamento (ουσ αρσ )
amoreggiare (ρ.αμτβ.)
amoretto (ουσ αρσ )
amorevole (επίθ.)
amorevolezza (θηλ.ουσ)
amorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
amorino (ουσ αρσ )
amorosa (θηλ.ουσ)
amoroso (ουσ αρσ )
amoroso (επίθ.)
amoscino (ουσ αρσ )
amovibile (επίθ.)
amovibilità (θηλ.ουσ)
amperaggio (ουσ αρσ )
ampere (ουσ αρσ )
amperometro (ουσ αρσ )
amperora (ουσ αρσ )
amperspira (θηλ.ουσ)
ampiezza (θηλ.ουσ)
ampio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---