amòrfo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [aˈmɔrfo]
1 ασχημάτιστος
2 αμορφοποίητος
3 άμορφος
4 άπλαστος
5 μουντός
6 χωρίς χρώμα
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [aˈmɔrfo]
1 ασχημάτιστος
2 αμορφοποίητος
3 άμορφος
4 άπλαστος
5 μουντός
6 χωρίς χρώμα
permalink
amorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android