Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόamòrfo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [aˈmɔrfo] 1 ασχημάτιστος 2 αμορφοποίητος 3 άμορφος 4 άπλαστος 5 μουντός 6 χωρίς χρώμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |